- υφόλμιον
- τὸ, Α1. βάση γουδιού2. το τμήμα τού αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὅλμος «γουδί, το στόμιο τού αυλού» + κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφόλμιον — mortar stand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφολμίοις — ὑφόλμιον mortar stand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφολμίου — ὑφόλμιον mortar stand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφόλμια — ὑφόλμιον mortar stand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)